ἀπαλλασσόμενος

ἀπαλλασσόμενος
ἀπαλλάσσω
set free
pres part mp masc nom sg
ἀπαλλάσσω
set free
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λειτουργικός — ή, ό(ν) (AM λειτουργικός, ή, όν, Α και λειτουργιακός, ή, όν) [λειτουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Θεία Λειτουργία ή χρησιμοποιείται κατά τις τελετές τής λατρείας («τα λειτουργικά σκεύη») 2. το θηλ. ως ουσ. η λειτουργική το μάθημα ή ο …   Dictionary of Greek

  • μεταμείβω — μεταμείβω, δωρ. τ. πεδαμείβω (Α) 1. μεταβάλλω, τροποποιώ («ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ», Πινδ.) 2. αλλάζω τη μορφή, μεταμορφώνω («ἐκ βοός... μετάμειβε γυναῑκα», Μόσχ.) 3. μεταφέρω, μεταβιβάζω, («γᾱν τέκνων τέκνοις μεταμείβει»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”